φορτιό

φορτιό
Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της κατασκευής και των σταθερών συμπληρωματικών κατασκευών και είναι επομένως αμετάβλητα. Τα δεύτερα προέρχονται είτε από φυσικούς παράγοντες (χιόνι, αέρας) είτε από τη λειτουργία για την οποία προορίζεται το έργο. Για παράδειγμα, για μια πλάκα οροφής είναι το μέγιστο βάρος το οποίο προβλέπεται για τα αντικείμενα και τα άτομα που θα βρεθούν σε αυτήν (στην περίπτωση αυτή και για κτίρια κατοικιών υπολογίζεται κατά κανόνα φ. από 150 έως 200 Kg/τ.μ.), για μια γέφυρα είναι το βάρος των μεγαλύτερων φ. που είναι δυνατόν να τη διατρέξουν (τρένα, φορτηγά οχήματα κλπ.). Από το τελευταίο αυτό είδος φ. προέρχεται μια άλλη ταξινόμηση, απαραίτητη για τη μελέτη: το σταθερό και το κινητό φ. Στην τελευταία περίπτωση μελετώνται τα αποτελέσματα όχι μόνο του μεγέθους του φ. αλλά και κάθε προβλεπόμενης θέσης του. Ειδικοί μαθηματικοί υπολογισμοί επιτρέπουν τη χάραξη ενός διαγράμματος μεγίστων που δείχνει ποιες είναι οι συνθήκες διανομής του φ. που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μέγιστη δυνατή καταπόνηση σε κάθε σημείο της κατασκευής. Ο έλεγχος αντοχής και ο υπολογισμός της κατασκευής εκτελούνται με βάση τη δυσμενέστερη για τη σταθερότητα του έργου συνθήκη.
* * *
το, Ν
(διαλ. τ.) βλ. φορτίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… …   Dictionary of Greek

  • φορτίο — το 1. καθετί που κουβαλάει κανείς ως βάρος, ό,τι φορτώνεται σε μεταγωγικό μέσο για μεταφορά, το φόρτωμα. 2. το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με κάποιο μεταφορικό μέσο: Φορτίο πλοίου. 3. φυσ., η ποσότητα ηλεκτρισμού που περιέχεται σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωφέλιμο φορτίο — O όρος στη στατική έχει πολλές σημασίες· το ω.φ. (π.χ. μιας ζυγαριάς) είναι το μέγιστο φορτίο που μπορεί να δεχτεί ή το μέγιστο βάρος που μπορεί να ζυγίσει· το ω.φ. ενός γερανού είναι το μέγιστο βάρος που έχει την ικανότητα να ανυψώσει· το ω.φ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικό φορτίο — Θεμελιώδες φυσικό μέγεθος, χαρακτηριστικό των ηλεκτρικών φαινομένων. Ένα φορτίο γίνεται αντιληπτό από τις δυνάμεις έλξης και άπωσης (ανεξάρτητες από τη μάζα) που ασκούνται μεταξύ φορτισμένων σωμάτων. Για τον λόγο αυτό το μέγεθος ενός η.φ.… …   Dictionary of Greek

  • ειδικό φορτίο — Ο λόγος του φορτίου ενός στοιχειώδους σωματίου προς τη μάζα του σωματίου, δηλαδή το φορτίο ανά μονάδα μάζας του σωματίου. Για παράδειγμα, στο ηλεκτρόνιο το ε.φ. e/m ελαττώνεται (εξαιτίας αύξησης της μάζας) καθώς η ταχύτητα του ηλεκτρονίου… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”